- αποτρεπτικός
- -ή, -ό (AM ἀποτρεπτικός, -ή, -όν)ο κατάληλος ή ο ικανός να αποτρέπει, να μεταπείθει κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποτρεπτικός — fit for dissuading from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικά — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from neut nom/voc/acc pl ἀποτρεπτικά̱ , ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem nom/voc/acc dual ἀποτρεπτικά̱ , ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικῶν — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem gen pl ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικόν — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc acc sg ἀποτρεπτικός fit for dissuading from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικαί — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικοῖς — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικοί — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικοῦ — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικούς — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικέ — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)